-
1 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
2 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран